τζιποκαλό
(επίρρ.)
τζ̑ιποκαλού
[ʤipoka'lu]
Σίλ.
Από τη λεξικοποίηση της φρ. τζ̑ιπ οπ' καλό, όπου τζ̑ιπ < τουρκ. διαλεκτ. cıp = πολύ (βλ. Κωστάκης 1968: 196)
Πολύ καλό