τζίνι
(ουσ. ουδ.)
τζ̑ιν'
[dʒin]
Αξ., Αραβ.
Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. cin = στοιχειό, τζίνι. Πβ. νεότ. ουσ. τζίνης = δαιμονικό πνεύμα, τζίνι (Mackridge 2021: 146).
Τροποποιήθηκε: 03/07/2025