ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τζίνι (ουσ. ουδ.) τζ̑ιν' [dʒin] Αξ., Αραβ. Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. cin = στοιχειό, τζίνι. Πβ. νεότ. ουσ. τζίνης = δαιμονικό πνεύμα, τζίνι (Mackridge 2021: 146).
Στοιχειό ό.π.τ. : Ιν μι σιν τζ̑ιν μι σιν (Στοιχειό είσαι ή δαιμόνιο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Φρ. Τζιν-περί (Στοιχειό αρσενικό-θηλυκό˙ Ζεύγος στοιχειών ή καλικαντζάρων) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ164