ιν
(ουσ.)
ιν
[in]
Αξ., Ουλαγ.
Από το τουρκ. ουσ. in = άνθρωπος, μόνο σε φρ. όπως in misin, cin misin? = άνθρωπος είσαι ή στοιχειό;, και in cin yok = δεν υπαρχει ψυχή (ούτε άνθρωπος ούτε στοιχειό). Εκεί οφείλεται η σημ. ‘τζίνι, στοιχειό’.
Στοιχειό, δαιμόνιο
ό.π.τ.
:
Ιν μι σιν τζ̑ιν μι σιν;
(Στοιχειό είσαι ή δαιμόνιο;)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.