ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιν (ουσ.) ιν [in] Αξ., Ουλαγ. Από το τουρκ. ουσ. in = άνθρωπος, μόνο σε φρ. όπως in misin, cin misin? = άνθρωπος είσαι ή στοιχειό;, και in cin yok = δεν υπαρχει ψυχή (ούτε άνθρωπος ούτε στοιχειό). Εκεί οφείλεται η σημ. ‘τζίνι, στοιχειό’.
Στοιχειό, δαιμόνιο ό.π.τ. : Ιν μι σιν τζ̑ιν μι σιν; (Στοιχειό είσαι ή δαιμόνιο;) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.