ιμζαλατίζω
(ρ.)
ιμζαλατίζω
[imzalaˈtizo]
Φάρασ.
ιμζαλατίζου
[imzalaˈtizu]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. imzalamak = υπογράφω.
Υπογράφω
ό.π.τ.