ιμπί
(επιφ.)
ιbί
[iˈbi]
Αξ., Μαλακ.
εbέ
[eˈbe]
Μισθ.
εbέε
[eˈbee]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. επιφών. ibi = επιφώνημα έκπληξης.
Επιφώνημα πόνου, λύπης, ή έκπληξης
ό.π.τ.
:
Εbέ πουλί μ', εbέ ούτσ̑α 'νι, αλήα 'νι, καλά ντα λέ'!
(Αμάν! Ναι πουλί μου, ναι έτσι είναι, αλήθεια είναι, καλά τα λέει!)
Μισθ.
-Φατ.
Λες του κάτι, ρανά γιάνι, ρανά δετσάρτα, εbέ, μαναχό Νικόλα
(του λες κάτι, κοιτά από την μιά, κοιτά από την άλλη, αχ, μοναχέ Νικόλα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Εbέ χότζ̑ας έκλασεν!
(Αμάν, ο χότζας έκλασε!)
Μισθ.
-Μακρ.
«Εbέε, Ανέσ̑τη μ'!», λέει, «Δε μ' έμαχις;»
(«Αμάν Ανέστη μου!», λέει, «Δεν με αναγνώρισες;»)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Εbέ να χέσου 'ς του βαβά σ'
(Αμάν να χέσω τον πατέρα σου˙ ύβρη)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
αχ, βάι, βαχ, λεμπέ