ιμζά
(ουσ.)
ιμζά
[imˈza]
Ουλαγ., Τροχ., Φλογ.
ιμζάς
[imˈzas]
Φάρασ.
ιμζ̑ά
[imˈʒa]
Μισθ.
ιμbζάς
[imˈbzas]
Φάρασ.
ιμτσ̑ά
[imˈtʃa]
Μισθ.
Πληθ.
ιμζαά
[imzaˈa]
Μισθ.
Από το νεότ. ουσ. ἰμζὰς («γράμμα έξοφλητικόν μέ τούς ἰμζάδες ὅλων τῶν μητροπολιτῶν» (Παναγιωτόπουλος κ.ά. 2007-2009: Α΄, 49), το οπ. από το τουρκ. ουσ. imza = υπογραφή.
Υπογραφή
ό.π.τ.
:
Χέκου ιμτσ̑ά
(Βάζω υπογραφή)
Μισθ.
-Κοτσαν.
'Hγρεψάν κι ένι του βασιλό ο ιμbζάς
(Κοίταξαν και ήταν του βασιλιά η υπογραφή)
Φάρασ.
-Dawk.
Να ντώκουν τα ιμζαά τ’νε
(Να δώσουν τις υπογραφές τους, να υπογράψουν)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
όνομα