ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιλισίκ (ουσ. ουδ.) ιλισ̑ίκ [iliˈʃik] Ανακ. γιλισ̑ίκ [ʝiliˈʃik] Ανακ. ιλισίγι [iliˈsiɣi] Σίλ. Από το τουρκ. επίθ. ilişik = α) συνδεδεμένος, συνημμένος β) σχετικός γ) ως ουσ., σχέση, σύνδεση δ) εμπόδιο ε) υποχρέωση.
Αρραβώνας : Να περάσομ’ ένα γιλισ̑ίκ’ (Να δώσουμε έναν λόγο δέσμευσης) Ανακ. Kυριακή να σέκουμ' ιλισίγι (Την Κυριακή να δώσουμε λόγο) Σίλ. -Κωστ.Σ.
Συνών. σημάδεμα