ιλισίκ
(ουσ. ουδ.)
ιλισ̑ίκ
[iliˈʃik]
Ανακ.
γιλισ̑ίκ
[ʝiliˈʃik]
Ανακ.
ιλισίγι
[iliˈsiɣi]
Σίλ.
Από το τουρκ. επίθ. ilişik = α) συνδεδεμένος, συνημμένος β) σχετικός γ) ως ουσ., σχέση, σύνδεση δ) εμπόδιο ε) υποχρέωση.
Αρραβώνας
:
Να περάσομ’ ένα γιλισ̑ίκ’
(Να δώσουμε έναν λόγο δέσμευσης)
Ανακ.
Kυριακή να σέκουμ' ιλισίγι
(Την Κυριακή να δώσουμε λόγο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
σημάδεμα