ίλλε
(επίρρ.)
ίλλε
[ˈile]
Ουλαγ.
ίλ-λε
[ˈilë]
Φάρασ.
Τουρκ. επίρρ. ille = α) προπάντων β) ειδικά.
Προπάντων, οπωσδήποτε
ό.π.τ.