ιμπιμπίκα
(ουσ. θηλ.)
ιbιbίκα
[ibibika]
Αραβαν.
Από το τουρκ. ουσ. ibik = α) άκρη β) ράμφος πτηνού, όπου και διαλεκτ. τύπ. bibik.
1. Κυρτό ράμφος πουλιού
2. Μτφ., λόγω σχήματος, η όμοια με ράμφος εκροή μιας δεξαμενής