ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιμάτι (ουσ. ουδ.) ιμάτι [iˈmati] Αφσάρ., Ποτάμ., Τζαλ., Φάρασ., Φερτάκ., Φκόσ. ιμάτ' [iˈmat] Ανακ., Σινασσ. γιμάτι [ʝiˈmati] Σινασσ., Φάρασ. ιμάτσ̑ι [iˈmatʃi] Σίλ. ουμάτσ̑ι [uˈmatʃi] Σίλ. ουιμάτσ̑ι [uiˈmatʃi] Σίλ. 'μιάτ' [mɲat] Μισθ. 'μα̈́τ' [mæt] Μισθ. ιμέτι [iˈmet] Φερτάκ. ιμέτ' [iˈmet] Αξ., Φερτάκ. 'μέτ' [met] Αραβ., Δίλ., Μισθ., Ουλαγ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ. 'μέτσ̑' [metʃ] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Τελμ. Αρχ. ουσ. ἱμάτιον. Ο τύπ. ιμάτι μεσν.
1. Φόρεμα, ρούχο ό.π.τ. Συνών. ρούχο :1, σαγιάς :1, τσόλι, φόρεμα :2, φορεσιά
β. Ειδικότ., εσωτερικό πουκάμισο Ανακ., Αξ., Αφσάρ., Γούρδ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τσαρικ., Φάρασ., Φερτάκ. : Ρών̑ει ούλα του τα ρούχα ως τ' ιμάτσ̑ιν ντου (Δίνει όλα του τα ρούχα μέχρι το εσωτερικό του πουκάμισο ) Σίλ. -Dawk.JHS Ράψε του 'νgονιού μ' τα 'μέτσ̑ια και τα βρακιά (Ράψε του εγγονού μου τα εσωτερικά πουκάμισα και τα βρακιά ) Τελμ. -Dawk. Εσκισίν ντα του ιμάτσ̑ι τζης (Έσκισε το πουκάμισό της ) Σίλ. -Κωστ.Σ. Γκρεύω να μεταλλάξω το 'μέτσι μ' (Θέλω να αλλάξω το πουκάμισό μου ) Γούρδ. -Καράμπ. Σήμερα φόρ'σα το 'μέτι μ' (Σήμερα φόρεσα το πουκάμισό μου ) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Φρ. Είπες τι ντα κρέμ'σες στο ιμάτι σου (Θά 'λεγες ότι το πέρασες μέσα από το πουκάμισό σου ˙ για παιδιά που αγαπούν πολύ τους γονείς τους· από μαγική συνήθεια να περνούν τα υιοθετημένα βρέφη μέσα από τα ρούχα της μάνας τους για να συνδεθούν μαζί της) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. 'γώ φόρεσα οφτά ιμάτε πολύ 'ς τ' εσένα· 'γώ τζ̑ο κατέχω τα τσ̑αι σύ κατές τα; (Εγώ φόρεσα εφτά πουκάμισα παραπάνω από σένα· εγώ δεν το ξέρω κι εσύ το ξέρεις; ˙ από μεγαλύτερο προς μικρότερο, όταν του λέει τί να κάνει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Μαυτό τ’ το μέτ' φορών το 'ς χὠρα (Το δικό του πουκάμισο το φοράει στον ξένο ˙ Όταν κατηγορούμε άλλους για δικά μας ελαττώματα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Παροιμ. Πιρμή 'εννηθεί το μαχτσούμιν, ιμάτι μή τα φτέν' (Πριν να γεννηθεί το παιδί, πουκάμισο μην του φτιάχνεις ˙ Δεν πρέπει να προτρέχουμε των γεγονότων) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Έθιμο κατά το οπ. οι συγγενείς της νύφης πήγαιναν τα γαμπριάτικα ρούχα στο σπίτι του γαμπρού Ποτάμ.
3. Πλακούντας εμβρύου, τσίπα, σκέπη Ανακ., Αξ., Ποτάμ., Φάρασ. Συνών. γέσι
4. Το περιτόναιο των ζώων Σίλ. : Το ιμάτσ̑ι μη τα χαλάεις (Το περιτόναιο μην το κόψεις) Σίλ. -Κωστ.Σ.