ιμάτι
(ουσ. ουδ.)
ιμάτι
[iˈmati]
Αφσάρ., Ποτάμ., Τζαλ., Φάρασ., Φερτάκ., Φκόσ.
ιμάτ'
[iˈmat]
Ανακ., Σινασσ.
γιμάτι
[ʝiˈmati]
Σινασσ., Φάρασ.
ιμάτσ̑ι
[iˈmatʃi]
Σίλ.
ουμάτσ̑ι
[uˈmatʃi]
Σίλ.
ουιμάτσ̑ι
[uiˈmatʃi]
Σίλ.
'μιάτ'
[mɲat]
Μισθ.
'μα̈́τ'
[mæt]
Μισθ.
ιμέτι
[iˈmet]
Φερτάκ.
ιμέτ'
[iˈmet]
Αξ., Φερτάκ.
'μέτ'
[met]
Αραβ., Δίλ., Μισθ., Ουλαγ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ.
'μέτσ̑'
[metʃ]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Τελμ.
Αρχ. ουσ. ἱμάτιον. Ο τύπ. ιμάτι μεσν.
β.
Ειδικότ., εσωτερικό πουκάμισο
Ανακ., Αξ., Αφσάρ., Γούρδ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τσαρικ., Φάρασ., Φερτάκ.
:
Ρών̑ει ούλα του τα ρούχα ως τ' ιμάτσ̑ιν ντου
(Δίνει όλα του τα ρούχα μέχρι το εσωτερικό του πουκάμισο
)
Σίλ.
-Dawk.JHS
Ράψε του 'νgονιού μ' τα 'μέτσ̑ια και τα βρακιά
(Ράψε του εγγονού μου τα εσωτερικά πουκάμισα και τα βρακιά
)
Τελμ.
-Dawk.
Εσκισίν ντα του ιμάτσ̑ι τζης
(Έσκισε το πουκάμισό της
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Γκρεύω να μεταλλάξω το 'μέτσι μ'
(Θέλω να αλλάξω το πουκάμισό μου
)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Σήμερα φόρ'σα το 'μέτι μ'
(Σήμερα φόρεσα το πουκάμισό μου
)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Είπες τι ντα κρέμ'σες στο ιμάτι σου
(Θά 'λεγες ότι το πέρασες μέσα από το πουκάμισό σου
˙
για παιδιά που αγαπούν πολύ τους γονείς τους· από μαγική συνήθεια να περνούν τα υιοθετημένα βρέφη μέσα από τα ρούχα της μάνας τους για να συνδεθούν μαζί της)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
'γώ φόρεσα οφτά ιμάτε πολύ 'ς τ' εσένα· 'γώ τζ̑ο κατέχω τα τσ̑αι σύ κατές τα;
(Εγώ φόρεσα εφτά πουκάμισα παραπάνω από σένα· εγώ δεν το ξέρω κι εσύ το ξέρεις;
˙
από μεγαλύτερο προς μικρότερο, όταν του λέει τί να κάνει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Μαυτό τ’ το μέτ' φορών το 'ς χὠρα
(Το δικό του πουκάμισο το φοράει στον ξένο
˙
Όταν κατηγορούμε άλλους για δικά μας ελαττώματα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Παροιμ.
Πιρμή 'εννηθεί το μαχτσούμιν, ιμάτι μή τα φτέν'
(Πριν να γεννηθεί το παιδί, πουκάμισο μην του φτιάχνεις
˙
Δεν πρέπει να προτρέχουμε των γεγονότων)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Έθιμο κατά το οπ. οι συγγενείς της νύφης πήγαιναν τα γαμπριάτικα ρούχα στο σπίτι του γαμπρού
Ποτάμ.
4. Το περιτόναιο των ζώων
Σίλ.
:
Το ιμάτσ̑ι μη τα χαλάεις
(Το περιτόναιο μην το κόψεις)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.