ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γέσι (ουσ.) γέσ̑ι [ˈʝeʃi] Ανακ., Δίλ., Φάρασ. γέσ' [ʝes] Αραβαν., Ποτάμ. έσ̑ιν [ˈeʃin] Φάρασ. 'έσ̑' [eʃ] Τροχ. Πληθ. γέσ̑α [ˈʝeʃa] Μισθ., Φλογ. γιόσ̑α [ˈʝoʃa] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. = α) σύντροφος β) σύζυγος γ) ως διαλεκτ. σημ., πλακούντας, πβ. και τουρκ. φρ. döl eşi = αυτό που συντροφεύει το νεογνό, άρα πλακούντας (Redhouse). Oι τύπ. με αρκτ. γ- λόγω ανάπτ. ευφων. [ʝ] στην αρχή της λ. Εσφαλμένη η υπόθεση του Κωστάκη (1963: 109) ότι η σημ. 2 προέρχεται από το τουρκ. επίθ. yaş = υγρός.
1. Σύντροφος Ανακ., Φάρασ. : Χ̇ερ το φσ̑όκκο με το γέσ̑ιν ντου (Κάθε παιδί με την (συνομήλικη) παρέα του) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Χωρίζεται 'σ' το γέσ̑ιν ντου (Χωρίζεται από το ταίρι του) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Χάσες την πέχτση, τζ̑' ηύρες του αρατίσκες το γέσ̑ι (Έχασες το στοίχημα και βρήκες το ταίρι που αναζητούσες) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Φρ. Το φίδι έχει γέσ̑ι (Το φίδι έχει σύντροφο˙ α) για εχθρούς που υποστηρίζονται από ομοίους τους β) τα κακά ποτέ δεν έρχονται μόνα τους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Σα δεκαπέντα το βουβάλι 'φήνει το έσ̑ιν doυ (Στις δεκαπέντε (ενν. Απριλίου) το βουβάλι αφήνει το ταίρι του˙ από τα μέσα Απριλίου αρχίζουν οι ζέστες, γι' αυτό τα βουβάλια παύουν να κοιμούνται το ένα κοντά στο άλλο) Φάρασ. -Ιορδαν. || Ασμ. Ξύπνησαν και τα γέσια μου, ση μάνα τους παγαίνουν (Ξύπνησαν και οι φίλες μου, στην μάνα τους πηγαίνουν) Ανακ. -Κωστ.Α. Πβ. αρκαντάσης
2. Το ύστερο, ο πλακούντας της λεχώνας Ανακ., Αραβαν., Δίλ., Μισθ., Ποτάμ., Τροχ. : Κόπαν τα νερά τ’, ήρταν τα γέσ̑α τ’ (Κόπηκαν τα νερά της, ήρθαν τα ύστερα) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Oπ' να κοπούν τα γιόσα σ' (Να κοπούν τα ύστερά σου· αρά) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. ιμάτι :3