γετιρντίζω
(ρ.)
γετιρντίζου
[ʝetirˈdizu]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. yetirmek = α) καθιστώ κάτι επαρκές β) ανατρέφω, εκτρέφω γ) συμπληρώνω.
Συμπληρώνω
Συνών.
αποσώνω :1