ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γετίζω (ρ.) γετ-τίζω [ʝetˈtizo] Αξ. γετίζου [ʝeˈtizu] Τσαρικ. γετ͑ι-έω [ʝetʰiˈeo] Φάρασ. γετι-έου [ʝetiˈeu] Φάρασ. Αόρ. γετίζισα [ʝeˈtizisa] Μαλακ. γέτ'σα [ˈʝetsa] Αξ., Ουλαγ., Τροχ. γετι-έσα [ʝetiˈesa] Φάρασ. Υποτ. γετ-τίσω [ʝetˈtiso] Φλογ. Από το τουρκ. ρ. yetmek = α) αρκώ, επαρκώ β) φτάνω γ) ωριμάζω. Πβ. και την τουρκ. φρ. vadesi yetmek = έρχεται το πλήρωμα του χρόνου, έρχεται η ώρα μου.
1. Oλοκληρώνω κάποιο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα Αξ., Ουλαγ., Φλογ. : Γέτ'σε ντο χρόνος-ι-τ' (Ολοκλήρωσε τον χρόνο του) Ουλαγ. -Dawk. || Φρ. Γέτ'σεν το βαdέ τ' (Τελείωσε η προθεσμία του˙ ήρθε η ώρα του να πεθάνει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σον γετ-τίσ̑' το βαdέ τ' (Όταν ολοκληρωθεί ο χρόνος του˙ όταν έρθει η ώρα του να πεθάνει) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Πβ. διαβαίνω
2. Φθάνω Ουλαγ. : Πήγε πίσω, γέτ'σε (Πήγε πίσω, έφτασε) Ουλαγ. -Dawk. Συνών. γετιστίζω, ουλατίζω, συφτάνω :1, φτάνω
3. Προλαβαίνω Μαλακ., Φάρασ. Συνών. αποσώνω :2, γετιστιρντίζω, καταφτάνω, ουλαστίζω, συφτάνω :2
4. Ωριμάζω, ενηλικιώνομαι Φάρασ. Συνών. γετιστίζω, γίνομαι :2, κεβρεντίζω, φτάνω
5. Mτβ., μεγαλώνω, αναθρέφω κάποιον Τσαρικ. : Ντα κ'λάτσα τ' τίζ να 'α γετίσ'; (Τα παιδιά της ποιος θα τα μεγαλώσει;) Τσαρικ. -Καραλ. Συνών. ανασταίνω :2, αυξάνω :2, μποϊουτουρντίζω