γετίζω
(ρ.)
γετ-τίζω
[ʝetˈtizo]
Αξ.
γετίζου
[ʝeˈtizu]
Τσαρικ.
γετ͑ι-έω
[ʝetʰiˈeo]
Φάρασ.
γετι-έου
[ʝetiˈeu]
Φάρασ.
Αόρ.
γετίζισα
[ʝeˈtizisa]
Μαλακ.
γέτ'σα
[ˈʝetsa]
Αξ., Ουλαγ., Τροχ.
γετι-έσα
[ʝetiˈesa]
Φάρασ.
Υποτ.
γετ-τίσω
[ʝetˈtiso]
Φλογ.
Από το τουρκ. ρ. yetmek = α) αρκώ, επαρκώ β) φτάνω γ) ωριμάζω. Πβ. και την τουρκ. φρ. vadesi yetmek = έρχεται το πλήρωμα του χρόνου, έρχεται η ώρα μου.
1. Oλοκληρώνω κάποιο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα
Αξ., Ουλαγ., Φλογ.
:
Γέτ'σε ντο χρόνος-ι-τ'
(Ολοκλήρωσε τον χρόνο του)
Ουλαγ.
-Dawk.
|| Φρ.
Γέτ'σεν το βαdέ τ'
(Τελείωσε η προθεσμία του˙ ήρθε η ώρα του να πεθάνει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σον γετ-τίσ̑' το βαdέ τ'
(Όταν ολοκληρωθεί ο χρόνος του˙ όταν έρθει η ώρα του να πεθάνει)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Πβ.
διαβαίνω
2. Φθάνω
Ουλαγ.
:
Πήγε πίσω, γέτ'σε
(Πήγε πίσω, έφτασε)
Ουλαγ.
-Dawk.
Συνών.
γετιστίζω, ουλατίζω, συφτάνω :1, φτάνω
5. Mτβ., μεγαλώνω, αναθρέφω κάποιον
Τσαρικ.
:
Ντα κ'λάτσα τ' τίζ να 'α γετίσ';
(Τα παιδιά της ποιος θα τα μεγαλώσει;)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Συνών.
ανασταίνω :2, αυξάνω :2, μποϊουτουρντίζω