γετμίσα
(αριθμ.)
γετμίσ̑α
[ʝetˈmiʃa]
Αφσάρ., Κίσκ., Τσουχούρ.
γετμίσ̑ε
[ʝetˈmiʃe]
Φάρασ.
γεκ͑μίσε
[ʝekʰˈmise]
Φκόσ.
Από το τουρκ. αριθμτ. yetmiş = α) εβδομήντα β) ανά εβδομήντα με κατάλ. -α, κατά τα πενήντα, εξήντα.
Εβδομήντα
ό.π.τ.
:
Πενήνdα, 'ξήνdα, γετμίσ̑ε
(Πενήντα, εξήντα, εβδομήντα)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Συνών.
εβδομήντα