γιά
(σύνδ.)
γιά
[ʝa]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ.
Μεσν. σύνδ. γιά, από τον τουρκ. σύνδ. ya = ή διαζευκτ.
Διαζευκτικός σύνδεσμος, ή
ό.π.τ.
:
Γιά να σε φσάξωμε γιά ν' ανοίξεις τα θύρια
(Ή θα σε σφάξουμε ή θα ανοίξεις τις πόρτες)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Γιά εγώ γιά ετό
(Ή εγώ ή αυτός)
Ανακ.
-Cost.
Γιά εσ̑ύ άμε γιά εγώ
(Ή εσύ πήγαινε ή εγώ)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Έρτσ̑εται γιά τζ̑ο 'ρτσ̑εται;
(Έρχεται ή δεν έρχεται;)
Φάρασ.
-Αναστασ.
'γαπά μι γιά τζ̑ο 'γαπά μι
(Μ' αγαπά ή δεν μ' αγαπά)
Φάρασ.
-Bağr.
Γιά κόψου ντο πράι σ' γιά αποχάν’ς
(Ή θα κόψω το ποδάρι σου, ή θα πεθάνεις)
Σεμέντρ.
-Στεφαν.
Γιά το τανdούρι μ' θέλω γιά το βόιτ' θέλω
(Ή το ταντούρι μου θέλω ή το βόδι θέλω)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Τ' Κερεκής τ' όρουμα γιά στο γέμα γιά στο ψέμα
(Της Κυριακής το όνειρο ή ως το μεσημέρι (ενν. θα βγει αληθινό) ή δεν θα βγει αληθινό˙ αναφέρεται στην δοξασία ότι τα όνειρα της Κυριακής, αν δεν υλοποιηθούν ως το μεσημέρι, είναι απατηλά)
-Μαυρ.-Κεσ.
Το γαϊρίδι, 'σόπου 'άν’dα τσ̑ενdείς πολύ, γιά 'α σε σ̑έσει γιά 'α σε 'αχτίσει
(Το γαϊδούρι, όταν το κεντρίζεις πολύ, ή θα σε χέσει ή θα σε κλωτσήσει˙ η υπομονή έχει και τα όρια της)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Γιαννάκη, γιά φέρ' τση καλίτσα γιά θες τση κεφαλή σου
(Γιαννάκη, ή φέρε την καλή σου ή χάσε το κεφάλι σου)
Τελμ.
-Αλεκτ.Άσμ.
Συνών.
γιαχούτ :1, γιόξα :1