γιαβέρης
(ουσ. αρσ.)
γιαβέρ'
[ʝaˈver]
Αραβαν.
Πληθ.
γιαβέρια
[ʝaˈverʝa]
Αραβαν.
Από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. yaver = α) βοηθός β) υπασπιστής. Η λ. και Θράκ. Μακεδ. (ΙΛΝΕ, λ. γιαβέρης).
Υπασπιστής
:
Τα γιαβέρια τ' μπιλέ άρχεψαν να τιτιρεdίζουν
(Ακόμα και οι υπασπιστές του άρχισαν να τρέμουν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.