ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαγλάτημα (ουσ. ουδ.) γιαγλάτ'μα [ʝaˈɣlatma] Φάρασ. γιαγλάιμα [ʝaˈɣlaima] Μισθ. γιαγλάτισμα [ʝaˈɣlatizma] Μαλακ. Από το αόρ. θ. του ρ. γιαγλαντίζω, όπου και τύπ. γιαγλατίζου και γιαγλαΐζου, και το παραγωγ. επίθμ. -μα όπου και τύπ. -ημα.
Επάλειψη, πασάλειμμα ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 12/03/2025