γιαγλάτημα
(ουσ. ουδ.)
γιαγλάτ'μα
[ʝaˈɣlatma]
Φάρασ.
γιαγλάιμα
[ʝaˈɣlaima]
Μισθ.
γιαγλάτισμα
[ʝaˈɣlatizma]
Μαλακ.
Από το αόρ. θ. του ρ. γιαγλαντίζω, όπου και τύπ. γιαγλατίζου και γιαγλαΐζου, και το παραγωγ. επίθμ. -μα όπου και τύπ. -ημα.
Επάλειψη, πασάλειμμα
ό.π.τ.