γιαγλίκι
(ουσ.)
γιαγλίχ'
[ʝaˈɣlix]
Μισθ., Ποτάμ., Τελμ., Φλογ.
γιαγλι̂́χ’
[ʝaˈɣlɯx]
Αξ., Σίλ.
γιαγλιούχι
[ʝaˈɣʎuçi]
Φλογ.
γιαλι̂́χ’
[ʝaˈlɯx]
Μισθ., Φλογ.
γιαλούχ'
[ʝaˈlux]
Μισθ.
γιολούχ'
[ʝoˈlux]
Μισθ.
γλέχι
[ˈɣleçi]
Αφσάρ., Ποτάμ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
Θηλ.
αγλέχα
[aˈɣlexa]
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. yağlık = μαντήλι, κεφαλομάντηλο, όπου και διαλεκτ. τύπ. yağlıh και yalık.
1. Μαντήλι
ό.π.τ.
:
Ντα κορίτσα εκείνα πηάιξαν άλλος ένα γιαλι̂́χ’, άλλος ένα μέτρο τσίτι
(Τα κορίτσια εκείνα έφερναν άλλο ένα μαντήλι άλλο ένα μέτρο φόρεμα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Λίτεψέν ντα σου γλεχού την άκρα
(Το έδεσε στην άκρη του μαντηλιού του)
Φάρασ.
-Dawk.
Ατό το ατέτι κρατείνκαν τα σώστου να δωρίσει η νύφη σον πεθερό α γολούς, σην πεθερά αγλέχα ή αν τσίφτι τσ̑οράπα
(Αυτό το έθιμο το κρατούσαν ώσπου να δωρίσει η νύφη στον πεθερό της ένα πουκάμισο, στην πεθερά μαντήλι ή ένα ζευγάρι κάλτσες)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Ντου κάλιμα μι τι 'ου σ̑άνιξιτ'; -Μι του γιραχού, μπουκάλ' τσι γιαλούχ'
(-Την πρόσκληση του γάμου πώς την κάνατε;-Με το ρακί, μπουκάλι και μαντήλι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Ασμ.
Κι αν το περνά γονιόκα μου, γιαγλίχια με το μόσκο
(Κι αν το περνά (το γεφύρι) ο πατέρας μου, να ρίχνει μαντήλια με μόσχο)
Τελμ.
-Αλεκτ.
Συνών.
μαντήλι :1
2. Πετσέτα
Φλογ.
:
Το Μέγα Πεφτ' παίρισκαμ' οβγά σε γιαγλιούχια μέσα
(Την Μεγάλη Πέμπτη παίρναμε αβγά μέσα σε πετσέτες)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ
Συνών.
ντεστιμάλι :1, πεσκίρι :1, πεσταμπάλι :1, σοφράς, χειροπάνι :2