ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαγλίκι (ουσ.) γιαγλίχ' [ʝaˈɣlix] Μισθ., Ποτάμ., Τελμ., Φλογ. γιαγλι̂́χ’ [ʝaˈɣlɯx] Αξ., Σίλ. γιαγλιούχι [ʝaˈɣʎuçi] Φλογ. γιαλι̂́χ’ [ʝaˈlɯx] Μισθ., Φλογ. γιαλούχ' [ʝaˈlux] Μισθ. γιολούχ' [ʝoˈlux] Μισθ. γλέχι [ˈɣleçi] Αφσάρ., Ποτάμ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. Θηλ. αγλέχα [aˈɣlexa] Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. yağlık = μαντήλι, κεφαλομάντηλο, όπου και διαλεκτ. τύπ. yağlıh και yalık.
1. Μαντήλι ό.π.τ. : Ντα κορίτσα εκείνα πηάιξαν άλλος ένα γιαλι̂́χ’, άλλος ένα μέτρο τσίτι (Τα κορίτσια εκείνα έφερναν άλλο ένα μαντήλι άλλο ένα μέτρο φόρεμα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Λίτεψέν ντα σου γλεχού την άκρα (Το έδεσε στην άκρη του μαντηλιού του) Φάρασ. -Dawk. Ατό το ατέτι κρατείνκαν τα σώστου να δωρίσει η νύφη σον πεθερό α γολούς, σην πεθερά αγλέχα ή αν τσίφτι τσ̑οράπα (Αυτό το έθιμο το κρατούσαν ώσπου να δωρίσει η νύφη στον πεθερό της ένα πουκάμισο, στην πεθερά μαντήλι ή ένα ζευγάρι κάλτσες) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Ντου κάλιμα μι τι 'ου σ̑άνιξιτ'; -Μι του γιραχού, μπουκάλ' τσι γιαλούχ' (-Την πρόσκληση του γάμου πώς την κάνατε;-Με το ρακί, μπουκάλι και μαντήλι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Ασμ. Κι αν το περνά γονιόκα μου, γιαγλίχια με το μόσκο (Κι αν το περνά (το γεφύρι) ο πατέρας μου, να ρίχνει μαντήλια με μόσχο) Τελμ. -Αλεκτ. Συνών. μαντήλι :1
2. Πετσέτα Φλογ. : Το Μέγα Πεφτ' παίρισκαμ' οβγά σε γιαγλιούχια μέσα (Την Μεγάλη Πέμπτη παίρναμε αβγά μέσα σε πετσέτες) Φλογ. -ΙΛΝΕ Συνών. ντεστιμάλι :1, πεσκίρι :1, πεσταμπάλι :1, σοφράς, χειροπάνι :2