ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαζγί (ουσ. ουδ.) γιαζγι̂́ [ʝazˈɣɯ] Αραβαν. Από το τουρκ. ουσ. yazgı = απόλυτος προορισμός του ανθρώπου, μοίρα.
Μοίρα, γραφτό : Άλλο ετό το 'μό το γιαζγι̂́ μ' 'ναι, ετό να με παρπάγ̑' (Αυτή είναι πια η μοίρα μου, να με πάρει αυτός) Αραβαν. -Φωστ. Συνών. γραφτό, κισμέτι, μοίρα
Τροποποιήθηκε: 05/06/2025