ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαγμουρλούχου (ουσ. ουδ.) γιαγμουρλούχου [ʝaɣmurˈluxu] Σίλ. γιαγμουρλούζ' [ʝaɣmurˈluz] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. yağmurluk = α) αδιάβροχο πανωφόρι β) στέγαστρο πόρτας. Πβ. γιαμουρλού
Aδιάβροχο πανωφόρι ό.π.τ. : Είσ̑ι ένα γιαγμουρλούχου, έσυρεν ντα απάνου του (Είχε ένα αδιάβροχο, το έρριξε απάνω του) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Πβ. μασλάχι