γιαγμουρλούχου
(ουσ. ουδ.)
γιαγμουρλούχου
[ʝaɣmurˈluxu]
Σίλ.
γιαγμουρλούζ'
[ʝaɣmurˈluz]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. yağmurluk = α) αδιάβροχο πανωφόρι β) στέγαστρο πόρτας.
Πβ.
γιαμουρλού
Aδιάβροχο πανωφόρι
ό.π.τ.
:
Είσ̑ι ένα γιαγμουρλούχου, έσυρεν ντα απάνου του
(Είχε ένα αδιάβροχο, το έρριξε απάνω του)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Πβ.
μασλάχι