ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μασλάχι (ουσ. ουδ.) μασ̑λάχι [maˈʃlaxi] Φκόσ. μασ̑λάχ' [maʃˈlax] Ανακ., Αξ., Μαλακ., Φλογ. Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. maşlah= είδος γυναικείου πανωφοριού χωρίς μανίκια β) παλαιότ. ανδρικός μεταξωτός μανδύας.
Mανδύας, κάπα, πανωφόρι ό.π.τ. : To μασ̑λάχι φταίνκαμ' τα μο το μαλλί (Την κάπα την φτιάχναμε από μαλλί) Φκόσ. -ΚΜΣ-ΚΠ371 Πβ. καβάδι :1, κιρλίκι, μαντύα