μασλάχι
(ουσ. ουδ.)
μασ̑λάχι
[maˈʃlaxi]
Φκόσ.
μασ̑λάχ'
[maʃˈlax]
Ανακ., Αξ., Μαλακ., Φλογ.
Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. maşlah= είδος γυναικείου πανωφοριού χωρίς μανίκια β) παλαιότ. ανδρικός μεταξωτός μανδύας.