ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μάστορας (ουσ. αρσ.) μάστορας [ˈmastoras] Αξ., Μισθ., Σατ., Τροχ., Φλογ. μάστουρας [ˈmasturas] Μαλακ., Φλογ. μάστουρους [ˈmasturus] Φάρασ. μάστρος [ˈmastros] Φάρασ. Πληθ. μαστόροι [maˈstori] Ανακ., Αφσάρ., Μισθ., Ποτάμ., Τελμ., Φάρασ. μαστόρ' [maˈstor] Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Τσαρικ., Φλογ. μάστοροι [ˈmastori] Αφσάρ. μάστιροι [ˈmastiri] Φάρασ. μάστροι [ˈmastri] Αφσάρ., Φάρασ., Φκόσ. Θηλ. μαστόρισσα [maˈstorisa] Σίλ. Από το μεσν. ουσ. μάστορας, το οπ. από το μεσν. μαΐστορας (< μεταγν. ουσ. μαγίστωρ < λατιν. magister). Οι τύπ. μάστορης και μάστρος ήδη μεσν.
1. Mάστορας, χτίστης ό.π.τ. : Σπιτού μάστρος (Χτίστης) Φάρασ. -Αναστασ. Το λαχτόρι ψαίν'καν ντα 'ς α χαριένι πιλάφ', τρών'καν ντα οι μάστροι (Τον κόκκορα τον μαγείρευαν σε ένα καζάνι με πιλάφι, τον έτρωγαν οι μαστόροι) Ήφαρε μαστόροι, έχτ’σε χάνε τζ̑αι qονάχι (Έφερε χτίστες, έχτισε ένα πανδοχείο και ένα σπίτι) Φάρασ. -Dawk. Ήβ'ρα μαστόρ', χτίνω (Έφερα οικοδόμους, χτίζω) Μισθ. -Κωστ.Μ. Οι μάστροι τζ' οι εργάτοι σως την ευίτσα ποίκαν του βασιλό το ταμπέχι τεμάμι (Οι χτίστες και οι εργάτες μέχρι το ξημέρωμα εκτέλεσαν την παραγγελία του βασιλιά στην εντέλεια) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Ήβ'ρι μας δα τ͑ούγλ̑ις, ήβ'ρι μας μαστόροι (Μας έφερε τα τούβλα, μας έφερε μάστορες) Μισθ. -VLACH || Φρ. Μαστοριού μέγα (Ο μεγάλος των μαστόρων˙ Αρχιμάστορας) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 || Παροιμ. Ο μάστρος γισκαλάκια τζ̑ο τρώει (Ο μάστορας δεν τρώει κολοκυθάκια˙ ο ικανός άνθρωπος πρέπει να αμείβεται αντίστοιχα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ο μάστρος σως το μισημέρι ένι νηστικό, στο μισημέρι στέρου χορτανέσκει (Ο μάστορας ως το μεσημέρι είναι νηστικός, μετά το μεσημέρι χορταίνει˙ Ο ικανός άνθρωπος μόνο για λίγο μένει άνεργος) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Έκατσαν και σακίσθηκαν σαρανταδυό μαστόροι
Και έπεσε το σακί σο δόλιο το Γιαννάκη
(Έκατσαν και έρριξαν κλήρο σαρανταδύο χτίστες
Και έπεσε ο κλήρος στον δύστυχο τον Γιαννάκη)
Τελμ. -Αινατζ.
Ελάτ’ εσείς εννιάι μαστόροι, γυρίσετε την πλάκα.
Επιά’ τηνε εννιάι μαστόροι, η πλάκα δε γυρίστηνε,
όντας πιάσεν τη ο Γιαννάκης, γυρίστηνε η πλάκα
(Ελάτε εσείς, εννιά χτίστες, αναποδογυρίστε την πλάκα.
Την πιάσανε οι εννιά χτίστες, η πλάκα δεν αναποδογυριζόταν
όταν την έπιασε ο Γιαννάκης η πλάκα αναποδογυρίστηκε)
Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327
Συνών. γιαπουτζής, ντουβαρτζής
2. Τεχνίτης ό.π.τ. : Toυ κουρά ο μάστρος (Ο τεχνίτης του σιδηρουργείου σιδεράς) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. ’λετρού μάστροι (Τεχνίτες του αλετριού, σιδεράδες ειδικοί στην κατασκευή αλετριών) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Τα κοράδε τα μεχάνε φταίνκαν οι μάστροι του χωρού μας (Τα φυσερά των σιδηρουργείων τα έφτιαχναν οι τεχνίτες τοι χωριού μας) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Σα Φλοητά είχαμε καλά μαστόρ’ και για σο χτίσιμο και για σο γιόντημα (Στα Φλογητά είχαμε καλούς τεχνίτες και για το χτίσιμο και για το πελέκημα) Φλογ. -ΚΜΣ-ΚΠ191 Χώστρας μας το ταχτά τσακώθηκε, τσιγίρντα το μάστορα να ο τσαχτίσ’ λίγο (Του αργαλειού μας το ξύλο έσπασε, φώναξε τον μάστορα να το καρφώσει λίγο) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. || Ασμ. Απ’ εμέ τσ̑ιμόνου μάστορας χάη, χαλάη; ((Εξαιτίας μου χάθηκε, πέθανε ο μάστορας; παράπονο νύφης που δεν έλαβε νυφιάτικο φόρεμα από τον πεθερό της)) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. ουστάς, ούστατζης
3. Αρχιεργάτης, αρχιτεχνίτης, αφεντικό καταστήματος ό.π.τ. : Προσκάλεσεν, σοφούς, μάγους, μαστόρους και καλφάδες για να ποίκουν το σκέδιο του παλατιού (Προσκάλεσε σοφούς, μάγους, αρχιμάστορες και βοηθούς για να φτιάξουν το σχέδιο του παλατιού) Σινασσ. -Αρχέλ. Είμαι στο μαγαζί του μαστόρ’ Βασίλ’ και με αγαπά σαν παιδί τ’ (Είμαι στο μαγαζί του μαστρο-Βασίλη και με αγαπάει σαν παιδί του) Σινασσ. -Λεύκωμα Πήρα άδεια από τους μαστόρους μου και βγήκα έξω να σεριανίσω (Πήρα άδεια από τα αφεντικά μου και βγήκα περίπατο) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Φρ. Έμαθα και βελονιάζω και περνώ τον μάστορή μου (Έμαθα να κάνω βελονιές και ξεπέρασα τον δάσκαλό μου˙ για τους αρχάριους που νομίζουν πως έχουν κατακτήσει όλη την γνώση) Σινασσ. -Αρχέλ.
4. Μτφ., ικανός, επιτήδειος άνθρωπος Μαλακ., Φάρασ. : Είσ' αζγούνι μάστρος ραδέ! (Είσαι μεγάλος μάστορας λοιπόν!) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. μινασίπι :2