μασούρι (I)
(επίθ.)
μασ̑ούρι
[maˈsuri]
Φάρασ.
Πιθ. από το τουρκ. επίθ. meşhur, όπου και διαλεκτ. τύπ. maşhur = διάσημος, φημισμένος. Εσφαλμένη η ετυμολόγ. του Dawkins (1916: 622) από το τουρκ. ουσ. masır = τόπος κατοικίας.
Ο πέραν του κανονικού, ο ανώτερος
:
'στέρου έντουν 'σ' σο παλό μασ̑ούρι
(Μετά έγινε καλύτερο από ό,τι ήταν πριν)
Φάρασ.
-Dawk.
'ενότουν του βασιλό το ταbέχι 'ς του τα είπε μασ̑ούρι
(Ἐγινε η παραγγελιά του βασιλιά από ό,τι είπε ανώτερη)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.