ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαστράφι (ουσ. ουδ.) μαστράφι [maˈstrafi] Φάρασ. Πληθ. μασράφια [masˈrafça] Σίλ. μασαρίφια [masaˈrifça] Φλογ. μεσαρίφχα [mesaˈrifxa] Φλογ. Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. masraf = α) έξοδο β) υλικό, συστατικό. Η λ. και Θράκ. Κύπρ. O τύπ. μεσαρίφχα από τον αραβ. πληθ. masarif του ουσ. masraf.
Συνήθως στον πληθ., έξοδα, δαπάνες ό.π.τ. : Ούλα τα μασαρίφια φκιάνισκεν τα ετό (Όλα τα έξοδα τα έκανε αυτός) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812