ματιουπόνος
(ουσ. αρσ.)
ματσ̑ουπόνος
[matʃuˈponos]
Γούρδ.
Aπό παγίωση της φρ. ματιού πόνος. Πβ. νεότ. ουσ. ματόπονος, μεσν. επίθ. ὀμματοπονικός και ποντ. ματόπονος.
Πονόματος