μαυρίδι
(ουσ. ουδ.)
μαυρίδ'
[maˈvrið]
Μισθ., Φλογ.
Από το επίθ. μαύρος και το παραγωγ. επίθμ. -ίδι.
2. Μαύρο στίγμα
Μισθ.
:
Φένgους έσ̑' μέσ̑η τ' μαυρίδια
(Το φεγγάρι έχει μέσα του μαυράδια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
μαυράδα