μαυρόλαβος
(επίθ.)
μαυρόλαβο
[maˈvrolavo]
Τζαλ.
Σύνθ. από το επίθ. μαύρος, το ουσ. λάβι και το επίθμ. -ος. Πβ. και ποντ. επίθ. μαυρολάβικον και μαυρόλαβον.
Αυτός που έχει μαύρη λαβή
:
|| Ασμ.
Έχω στο δισακκίτσι μου μαυρόλαβο μαχαίρι
Εκείνο μένα κόφτει με και ’κείνο με με σφάζει (Έχω στο δισάκκι μου μαυρομάνικο μαχαίρι
Εκείνο με κόβει, εκείνο με σφάζει) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342
Εκείνο μένα κόφτει με και ’κείνο με με σφάζει (Έχω στο δισάκκι μου μαυρομάνικο μαχαίρι
Εκείνο με κόβει, εκείνο με σφάζει) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342