ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαυρόλαβος (επίθ.) μαυρόλαβο [maˈvrolavo] Τζαλ. Σύνθ. από το επίθ. μαύρος, το ουσ. λάβι και το επίθμ. -ος. Πβ. και ποντ. επίθ. μαυρολάβικον και μαυρόλαβον.
Αυτός που έχει μαύρη λαβή : || Ασμ. Έχω στο δισακκίτσι μου μαυρόλαβο μαχαίρι
Εκείνο μένα κόφτει με και ’κείνο με με σφάζει
(Έχω στο δισάκκι μου μαυρομάνικο μαχαίρι
Εκείνο με κόβει, εκείνο με σφάζει)
Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342