ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαυρόλαβος (επίθ.) μαυρόλαβο [maˈvrolavo] Τζαλ. Σύνθ. από το επίθ. μαύρος, το ουσ. λάβι και το επίθμ. -ος. Πβ. και ποντ. επίθ. μαυρολάβικον και μαυρόλαβον.
Αυτός που έχει μαύρη λαβή : || Ασμ. Έχω 'ς το δισακκίτσι μου μαχαίρι με μαύρη λαβή
Εκείνο μένα κόφτει με και ’κείνο με με σφάζει
(Έχω στο δισάκκι μου μαυρομάνικο μαχαίρι
Εκείνο με κόβει, εκείνο με σφάζει)
Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342
Τροποποιήθηκε: 15/06/2025