ματσάκα
(ουσ. θηλ.)
ματσάκα
[maˈtsaka]
Σινασσ.
Από το ουσ. μάτσα και το υποκορ. επίθμ. -κα.
Μικρή ποσότητα, χουφτίτσα
:
Μ' έδωκεν μιά ματσάκα
(Μου έδωσε μιά χουφτίτσα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.