ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ματσάκα (ουσ. θηλ.) ματσάκα [maˈtsaka] Σινασσ. Από το ουσ. μάτσα και το υποκορ. επίθμ. -κα.
Μικρή ποσότητα, χουφτίτσα : Μ' έδωκεν μιά ματσάκα (Μου έδωσε μιά χουφτίτσα) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. βούκα, ντικί :1
Τροποποιήθηκε: 07/08/2025