μάτι
(ουσ. ουδ.)
μάτ'
[mat]
Ανακ., Αξ., Δίλ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τζαλ., Φερτάκ., Φλογ.
μάτσ̑ι
[ˈmatʃi]
Σίλ., Τελμ.
μάσ̑'
[maʃ]
Αραβαν.
Γεν.
ματσ̑ού
[maˈtʃu]
Αραβαν.
Πληθ.
μάτσ̑α
[ˈmatʃa]
Αραβαν., Γούρδ., Σίλ., Φερτάκ.
Μεσν. ουσ. μάτι < αρχ. ὀμμάτιον.
1. Μάτι
ό.π.τ.
:
Απ’ ντα ψέματα γύπνωσε, τα μάτια τ’ τράνεινσ̑γκαν
(Στα ψέματα κοιμήθηκε, τα μάτια του έβλεπαν)
Ουλαγ.
-Dawk.
Είdια με τα μάτια μ’ και γινάν’σα
(Το είδα με τα μάτια μου και το πίστεψα)
Αξ.
-Dawk.
Πατισ̑άχοζ μι τα ντάκρυα σα μάτσ̑α τ' γοdζ̑ακλάτσε το γαμπρό τ' και το κόρη τ'
(Ο βασιλιάς με τα δάκρυα στα μάτια αγκάλιασε το γαμπρό του και την κόρη του)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σήμερ' ούλο καμαρώνω, τα μάτσ̑α μ' δεν μπορώ να τ' ανοίξω
(Σήμερα όλο νυστάζω, τα μάτια μου δεν μπορώ να τα ανοίξω)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Γιαβρούμ', ντα μάτια μ' ντε χιωρούν
(Παιδί μου, τα μάτια μου δεν βλέπουν)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Μάτσ̑ι μ' ρε σωρεί
(Το μάτι μου δεν βλέπει)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Απ’ το γύπνος ντα μάτια τ’ ντεν ανοίζονται
(Τα μάτια του δεν ανοίγουν από τον ύπνο)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ως τ' αβόπουρμα δεν σαλίσαμι του μάτσ̑ι μας
(Ως το πρωί δεν κλείσαμε το μάτι μας, δηλ. δεν κοιμηθήκαμε καθόλου)
Σίλ.
-Αρχέλ.
|| Φρ.
Φως στα μάτια σ'
(Φως στα μάτια σου˙ ευχή καλωσορίσματος, συγχαρητηρίων κ.λπ.)
Σινασσ., Ουλαγ., Αραβαν.
-Αρχέλ.
Φωρ εις τα μάτια σου
(Φως στα μάτια σου˙ το ίδιο)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Ματσ̑ού τα γαπάχια
(Τα καπάκια του ματιού˙ βλέφαρα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ματιού τα κοιλιές
(Οι κοιλιές του ματιού˙ βλέφαρα)
Μισθ.
-ΚΜΣ-ΚΠ242
Ματσ̑ού το μπεbέκ
(Μωρό του ματιού˙ κόρη του ματιού)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ματιού ντο άσπρο
(Άσπρο του ματιού˙ ασπράδι του ματιού)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Κομπώνω μάτ'
(Κλείνω το μάτι˙ κάνω νεύμα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Κόφτω τα μάτια τ'
(Κόβω τα μάτια του˙ διαφεύγω της προσοχής του)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ξέβην απ' τα μάτια μ'
(Βγήκε από τα μάτια μου˙ Τον απαρνήθηκα)
Μισθ.
-Μακρ.
|| Παροιμ.
Toυ νοικοκυριού το μάτι κοπριά έν' στο χωράφι
(Το μάτι του νοικοκύρη είναι κοπριά στο χωράφι˙ Όταν υπάρχει άνωθεν επίβλεψη, οι δουλειές γίνονται καλύτερα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Ασμ.
’τον μήκεν μέσα κοίταξεν, τα μάτια στυλωμένα,
’τον έσκυψεν και φίλησεν τα μάτια γανωμένα (Όταν μπήκε μέσα κοίταξε, τα μάτια του ήταν στυλωμένα,
όταν έσκυψε και τον φίλησε τα μάτια του είχαν στεγνώσει (είχε πεθάνει))) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342 Συνών. φτάλμι :1
’τον έσκυψεν και φίλησεν τα μάτια γανωμένα (Όταν μπήκε μέσα κοίταξε, τα μάτια του ήταν στυλωμένα,
όταν έσκυψε και τον φίλησε τα μάτια του είχαν στεγνώσει (είχε πεθάνει))) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342 Συνών. φτάλμι :1
2. Βασκανία, μάτιασμα
ό.π.τ.
:
Φόρου ντου χαϊμαλί μη σι λάχ'νι μάτ'
(Φόρα το φυλαχτό για να μη σε ματιάσουν)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Που πεθανίσ̑κουν τ' αθρώπ', τα μισά ασ' στο μάτ' ναι
(Από τους ανθρώπους που πεθαίνουν, οι μισοί είναι από το κακό μάτι)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Το χτήνιο ψόφ'σεν ασ' το μάτ'
(Η αγελάδα ψόφησε από το κακό μάτι)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Έφτσ̑ασάν του μάτσ̑ι
(Τον μάτιασαν)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Το μάτι τ’ ξεραίνισκε το άντρωπο
(Το μάτιασμά του άφηνε άνθρωπο ξερό)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ165
|| Φρ.
Έπιασέν ντo το μάσ̑'
(Τον έπιασε το μάτι˙ ματιάστηκε, βασκάθηκε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Μ' έλαχε μάτι
(Με χτύπησε μάτι˙ με μάτιασαν)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
λάλημα :3, λάχημα, μάτιασμα, φτάλμι :2
3. Aντικείμενο ή οπή ελλειψοειδούς σχήματος
ό.π.τ.
:
Βολονιού το μάσ̑'
(Το μάτι της βελόνας, η τρύπα από όπου περνά η κλωστή)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Τζ̑υού μάτ’
(Το μάτι του ζυγού, ο χώρος ανάμεσα στα δύο ξύλα της ζεύγλας όπου περνούσε ο λαιμός των ζεμένων βοδιών )
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Nερού μάτι
(Μάτι νερού, πηγή νερού)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
β.
Δισκάριο ζυγαριάς
Δίλ., Τελμ.
:
Σο ένα σο μάτ’ βάλλισ̑καμ’ το φσ̑άχ’
(Στον ένα δίσκο της ζυγαριάς βάζαμε το παιδί
)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Έθεκαν σο ζύγι το σουλτανί σο να το μάτσ̑ι και 'ς άλλο το μάτσ̑ι έθεκαν τση ψυχή
(Έβαλαν στο ζύγι το παξιμάδι στον ένα δίσκο και στον άλλο δίσκο έβαλαν την ψυχή
)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
γ.
Διαμέρισμα «αμπαριού», δηλ. κασέλας για την αποθήκευση αλευριού και άλλων ξηρών τροφίμων (όσπρια, κορκότι κ.τ.ό.) και κατ' επέκτ' το καθένα από τα δύο σακκιά του δισακκιού
Ποτάμ., Φλογ.
:
Τό 'ναν του σακκιού το μάτ' σταφίδες, και τό 'ναν το μάτ' σιμίτια
(Στο ένα τμήμα του δισακκιού (έβαζαν) σταφίδες και στο άλλο κουλούρια
)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
δ.
Καμάρα γεφυριού
Τζαλ.
ε.
Τηγανητό αβγό
Σίλ.
:
Τ' αβγά ποίκαμ' ντα μάτσ̑α
(Τα αβγά τα κάναμε μάτια
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
4. Μτφ., σκοπός, πρόθεση
Σίλατ.