ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαστάρι (ουσ. ουδ.) μαστάρ' [maˈstar] Ανακ., Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ. Από το μεταγν. ουσ. μαστάριον.
Μαστάρι, μαστός γυναίκας ή ζώου ό.π.τ. : Χτσηνιού το μαστάρ’ γιομήχη ασ' το πολύ γάλα, αλμέξετ’ το άλλο (Της αγελάδας το μαστάρι γέμισε από το πολύ γάλα, αρμέξτε την πιά) Γούρδ. -Καράμπ. Προύσταν ντα μαστάρια μ’ (Πρήστηκαν τα βυζιά μου) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. βυζί