μαστάρι
(ουσ. ουδ.)
μαστάρ'
[maˈstar]
Ανακ., Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ.
Από το μεταγν. ουσ. μαστάριον.
Μαστάρι, μαστός γυναίκας ή ζώου
ό.π.τ.
:
Χτσηνιού το μαστάρ’ γιομήχη ασ' το πολύ γάλα, αλμέξετ’ το άλλο
(Της αγελάδας το μαστάρι γέμισε από το πολύ γάλα, αρμέξτε την πιά)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Προύσταν ντα μαστάρια μ’
(Πρήστηκαν τα βυζιά μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
βυζί