ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαστραπάς (ουσ. αρσ.) μαστραπάς [mastraˈpas] Σινασσ., Τσουχούρ. μασ̑τραπάς [maʃtraˈpas] Φλογ. μαστραπά [mastraˈpa] Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Φλογ. Από το μεσν. ουσ. μαστραπᾶς, το οπ. από το τουρκ. ουσ. maşrapa (< αραβ. mişraba(t)) = μεταλλικό κύπελλο. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.
1. Μαστραπάς, μικρό φορητό μεταλλικό δοχείο για νερό ό.π.τ. : Πακιρένιο μαστραπά (Μπακιρένιος μαστραπάς) Ανακ. -Κωστ.Α. Παίρουν ένα μαστραπά σούπα και μοιράζουν το σα σπίτια (Παίρνουν ένα δοχείο σούπα και το μοιράζουν στα σπίτια) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Φέρετε ένα μαστραπά νερό να το τσαρπτήσουμε στα μισίδια τ’ (Φέρτε ένα μαστραπά νερό να το ρίξουμε στο πρόσωπό του) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Ασμ. Γιόμω το μαστραπά νερό και βάλ' το στην αγέρα
Κι α δεν το πιεις την Κεριακή και πιε το τη Δευτέρα
(Γέμισε τον μαστραπά νερό και έκθεσέ το στον αέρα
Κι αν δεν το πιεις την Κυριακή, πιες το τη Δευτέρα )
Ποτάμ. -Pernot.Gall.
2. Εργαλείο σε σχήμα τσάπας για την απομάκρυνση του καβουρδισμένου λιναρόσπορου από τον φούρνο κατά την παραγωγή λινελαίου Φλογ.