ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μάτιασμα (ουσ. ουδ.) μάτιασμα [ˈmatçazma] Σίλατ., Τροχ. μάτσ̑ασμα [ˈmatʃazma] Γούρδ. μάτιαγμα [ˈmatçaɣma] Σινασσ. Από το νεότ. ουσ. μάτιασμα (Λεξ. Βάιγ. λ. μάτιασμα).
Μάτιασμα, βασκανία ό.π.τ. Συνών. λάλημα, μάτι :2, ναζάρι, φτάλμι :2
Τροποποιήθηκε: 08/05/2025