μαστραφτσής
(επίθ.)
μαστραφτσ̑ής
[mastrafˈtʃis]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. masrafçı = α) ψιλικατζής β) ψιλικατζίδικο γ) καταναλωτής.Πβ. φρ. masrafçı daire = τμήμα εξόδων.