ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κνιπός (επίθ.) κνιπός [kniˈpos] Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ. Από το μεταγν. επίθ. κνιπός = φιλάργυρος, τσιγκούνης, πβ. Ηρωδιαν. Ἐπ. 68.2 «κνιπὸς, ὁ φειδωλός». Η σημ. ‘ακριβός’ μεσν. Η λ. και Απουλ. Πόντ.
1. Ακριβός, δαπανηρός ό.π.τ. : Το κάζι ένι κνιπό! (Το πετρέλαιο είναι ακριβό!) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. μπαχαλού, Αντίθ ουτζούζ, φτηνός
2. Πολύτιμος Φάρασ. : Γρέψε ατιά τα θάλε, τζ̑αι ονdαποίο ένι κνιπό, πε με τα (Κοίτα αυτές τις πέτρες, και όποια είναι πολύτιμη, πες το μου) Φάρασ. -Dawk.Boy Συνών. ατίμητος :2, κιματλί