ατίμητος
(επίθ.)
ατίμητος
[aˈtimitos]
Σίλατ., Σινασσ.
Από το αρχ. επίθ. ἀτίμητος. Η λ. μόνο σε άσμ.
1. Αυτός που δεν έχει τιμηθεί, που δεν έχει τύχει φροντίδας και περιποίησης
Σίλατ.