ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ατίμητος (επίθ.) ατίμητος [aˈtimitos] Σίλατ., Σινασσ. Από το αρχ. επίθ. ἀτίμητος. Η λ. μόνο σε άσμ.
1. Αυτός που δεν έχει τιμηθεί, που δεν έχει τύχει φροντίδας και περιποίησης Σίλατ.
2. Ανεκτίμητος, πολύτιμος Σινασσ. Συνών. κιματλί, κνιπός