ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άτζαμπα (επίρρ.) άτζαbα [ˈadzaba] Αξ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σινασσ. άdζ̑αμπα [ˈadʒaba] Αραβαν. άτζαπα [ˈadzapa] Σίλ., Σινασσ., Φλογ. ατσ̑άπ͑' [aˈtʃapʰ] Φάρασ. ατσ̑απά [atʃaˈpa] Φάρασ. άτζαbας [ˈadzabas] Σίλ. άτζαψαμ [ˈadzapsam] Τελμ. άτζαπανας [ˈadzapanas] Σίλ. Από το τουρκ. επίρρ. acaba (< αραβ. ˁacaban) = μήπως, άραγε. Ο τύπ. άτζαπα νεότ. (Mackridge 2021: 103).
1. Σε κύριες προτάσεις, απορηματικός σύνδεσμος, άραγε Αξ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ. : Άτζαμπα τ̔ι έν'; (Άραγε τι είναι;) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. T' ούλ-λουνου τα μάτια στο πουλί απάνω 'νdαι· oύλ-λα έχ'νε 'να σαμπουρσουζλούχ': άτζαbα 'ς τ̔ίνος κεφάλ' να κάτσ̑' ντεγί; (Ολωνών τα μάτια είναι πάνω στο πουλί. όλοι έχουν μιά ανυπομονησία: άραγε σε ποιανού το κεφάλι θα κάτσει;) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Άτζαπα να τύχω σαν κι εσένα ένα καλό κορίτσ'; (Άραγε θα μου τύχει κι εμένα σαν κι εσένα ένα καλό κορίτσι;) Σινασσ. -Λεύκωμα Τσ̑ο φτσ̑άνουσ’ άτζαπα; (Τι κάνουν άραγε;) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 || Ασμ. Έμαθα, κυρά μου, που 'σαι άρρωστη
Άρρωστη βαριά στο στρώμα. Άτζαμπα γιατί;
(Έμαθα, κυρά μου, ότι είσαι άρρωστη,
Άρρωστη βαριά στο στρώμα. Γιατί άραγε;)
-ΚΜΣ-CD
Συνών. μεράμ, μι
2. Σε δευτερεύουσες προτάσεις, ενδοιαστικός σύνδεσμος, μήπως Αραβαν., Σίλ., Τελμ. : Πατισ̑άχος φοβήρη άdζ̑αμπα ήρτε σο κιφάλι τ' ένα γαζέ ντεγί (Ο βασιλιάς φοβήθηκε μήπως της συνέβηκε κάτι κακό) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Kαι μάνα τ' το κόρη τ' δεν το ρωτά άdζ̑απα Κελ ογλάνης τα λέει αλήθεια 'νdαι με τεγί, κι ινανdά (Και η μάνα δεν ρωτάει την κόρη της μήπως αυτά που λέει ο Κελ Ογλάνης είναι αλήθεια, και τα πιστεύει) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Παρακαλάς το Θεό για να μάθεις άτζαψαμ συχωρέθηκαν τα κρίματά σ' (Παρακαλάς τον Θεό για να μάθεις αν συγχωρέθηκαν οι αμαρτίες σου) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. μη