άτζαμπα
(επίρρ.)
άτζαbα
[ˈadzaba]
Αξ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σινασσ.
άdζ̑αμπα
[ˈadʒaba]
Αραβαν.
άτζαπα
[ˈadzapa]
Σίλ., Σινασσ., Φλογ.
ατσ̑άπ͑'
[aˈtʃapʰ]
Φάρασ.
ατσ̑απά
[atʃaˈpa]
Φάρασ.
άτζαbας
[ˈadzabas]
Σίλ.
άτζαψαμ
[ˈadzapsam]
Τελμ.
άτζαπανας
[ˈadzapanas]
Σίλ.
Από το τουρκ. επίρρ. acaba (< αραβ. ˁacaban) = μήπως, άραγε. Ο τύπ. άτζαπα νεότ. (Mackridge 2021: 103).
1. Σε κύριες προτάσεις, απορηματικός σύνδεσμος, άραγε
Αξ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ.
:
Άτζαμπα τ̔ι έν';
(Άραγε τι είναι;)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
T' ούλ-λουνου τα μάτια στο πουλί απάνω 'νdαι· oύλ-λα έχ'νε 'να σαμπουρσουζλούχ': άτζαbα 'ς τ̔ίνος κεφάλ' να κάτσ̑' ντεγί;
(Ολωνών τα μάτια είναι πάνω στο πουλί. όλοι έχουν μιά ανυπομονησία: άραγε σε ποιανού το κεφάλι θα κάτσει;)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Άτζαπα να τύχω σαν κι εσένα ένα καλό κορίτσ';
(Άραγε θα μου τύχει κι εμένα σαν κι εσένα ένα καλό κορίτσι;)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Τσ̑ο φτσ̑άνουσ’ άτζαπα;
(Τι κάνουν άραγε;)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
|| Ασμ.
Έμαθα, κυρά μου, που 'σαι άρρωστη
Άρρωστη βαριά στο στρώμα. Άτζαμπα γιατί; (Έμαθα, κυρά μου, ότι είσαι άρρωστη,
Άρρωστη βαριά στο στρώμα. Γιατί άραγε;) -ΚΜΣ-CD Συνών. μεράμ, μι
Άρρωστη βαριά στο στρώμα. Άτζαμπα γιατί; (Έμαθα, κυρά μου, ότι είσαι άρρωστη,
Άρρωστη βαριά στο στρώμα. Γιατί άραγε;) -ΚΜΣ-CD Συνών. μεράμ, μι
2. Σε δευτερεύουσες προτάσεις, ενδοιαστικός σύνδεσμος, μήπως
Αραβαν., Σίλ., Τελμ.
:
Πατισ̑άχος φοβήρη άdζ̑αμπα ήρτε σο κιφάλι τ' ένα γαζέ ντεγί
(Ο βασιλιάς φοβήθηκε μήπως της συνέβηκε κάτι κακό)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Kαι μάνα τ' το κόρη τ' δεν το ρωτά άdζ̑απα Κελ ογλάνης τα λέει αλήθεια 'νdαι με τεγί, κι ινανdά
(Και η μάνα δεν ρωτάει την κόρη της μήπως αυτά που λέει ο Κελ Ογλάνης είναι αλήθεια, και τα πιστεύει)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Παρακαλάς το Θεό για να μάθεις άτζαψαμ συχωρέθηκαν τα κρίματά σ'
(Παρακαλάς τον Θεό για να μάθεις αν συγχωρέθηκαν οι αμαρτίες σου)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
μη