ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μα (III) (μόρ.) μα [ma] Φάρασ. Πιθ. από το τουρκ. αρνητ. μόρ. ma. Για την σύνταξή του βλ. αναλυτικά Αναστασιάδης (1976: 263, 274), Bağriaçik (2018: 110-111).
1. Εμφατική άρνηση (άρνηση προϋπόθεσης) κυρίων προτάσεων σε οριστική ή προστακτική Φάρασ. : Μα ένι, μα ήτουνε (Δεν είναι, δεν ήταν) Φάρασ. -Dawk. Ἀφ' τίπως μα έχω (Τίποτα άλλο δεν έχω) Φάρασ. -Dawk. Μά ήρτιν κι (Δεν ήρθε, βεβαίως) Φάρασ. -Αναστασ. Ότις έβκη σο χωρίο 'γνέντα, μα 'πέσωσε (Όποιος πήγε ενάντια, επιτέθηκε, στο χωριό, δεν σώθηκε) Φάρασ. -Αναστασ. Μα έννα νάσω σήμερα (Δεν θα οργώσω σήμερα) Φάρασ. -Αναστασ. Μα στάθα 'πέσου (Δεν στάθηκα μέσα) Φάρασ. -Αναστασ. Mα έφαγα το ψωμί (Δεν έφαγα το ψωμί) Φάρασ. -Bağr. Μα στρίγγ'σα σε (Δεν σε φώναξα) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Κα μα θωρώ (Δε βλέπω καλά) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Ο γαμπρό σας φίδι μα ένι, ένι ισάνι! (Ο γαμπρός σας δεν είναι φίδι, είναι άνθρωπος) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Μά είσαι άπιστος, αλλά πίστεψε (Μήν είσαι άπιστος, αλλά πίστεψε· μὴ γίνου ἄπιστος ἀλλὰ πιστὸς ΚΔ Εὐαγγ.Ἰωάνν. 20) Φάρασ. -Lag. φοτές ‘υριζούτουν, ήρτεν σ΄εν άβου γαλάς μπρο, μα στάθη, δέβην πήε σο κορίτσι (Καθώς γύριζε, έφτασε μπροστά σε ένα άλλο κάστρο, αλλά δεν σταμάτησε, προχώρησε πήγε στην κοπέλα) Φάρασ. -Παπαδ. 'έμουν τα χωρία στσ̑υλία τζ̑αι μα 'φήνουν με να ζυγώσω σα κουμάσα̈ (Tα χωριά είναι γεμάτα σκυλιά και δε μ' αφήνουν να ζυγώσω στα κοτέτσια) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.
β. Σύνδεσμος εισαγωγής ενδοιαστικών προτάσεων με υποτακτική, μη : Ευξωθείτε ο νους μα ξειλήσει σα κάμε (Προσευχηθείτε να μην πέσει ο νους σας στο κακό· προσεύχεσθε μὴ εἰσελθεῖν εἰς πειρασμὸν ΚΔ Εὐαγγ.Λουκ. 22 ) Φάρασ. -Lag.
2. Παραλίγο να : Μα 'α ψοφήσω μεσ' στην πείνα (Παραλίγο να ψοφήσω από την πείνα) Φάρασ. -Αναστασ. ’σ’ το μεράχι μου αδέ σο χωρίο μα ’α χαθώ (Από την στενοχώρια μου εδώ στο χωριό κοντεύω να πεθάνω) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Mα εννά χαθώ (Κοντεύω να πεθάνω) Φάρασ. -Bağr. Συνών. άζγκαλντι