μα (II)
(μόρ.)
μα
[ma]
Σίλ.
μο
[mo]
Φάρασ.
με
[me]
Φάρασ.
Αρχ. μόρ. μά.
Ομωτικό μόρ.
ό.π.τ.
:
Μα το Σεγό
(Μα τον Θεό)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Mo το Θεό, τίπως τζο 'υρεύω!
(Μα το Θεό, τίποτα δε θέλω!)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.