ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

-μα (επίθμ.) -μα [-ma] Καππ., Σίλ., Φάρασ., Φκόσ. -ημα [-ima] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ. -εμα [-ema] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ. -ωμα [-oma] Καππ. -ουμα [-uma] Μισθ., Φάρασ. Αρχ. επίθμ. -μα. O εκτεταμένος τύπ. -ημα από περιπτώσεις όπου το -μα συνδυαζόταν με θέματα σε -η- και είναι τουλάχιστον νεότ., πβ. ἀποστείλημα . Oι εκτεταμένοι τύπ. -εμα, -ωμα από περιπτώσεις όπου το -μα συνδυαζόταν με θέματα σε -ε- και -ω- αντίστοιχα.
Μεταρρημ. επίθμ. για τον σχηματ. ουσ. τα οποία δηλώνουν την ενέργεια ή το αποτέλεσμα της ενέργειας που δηλώνεται από την πρωτότυπη λέξη ό.π.τ. : μάλαγμα (ο ημιαλωνισμένος καρπός) Φάρασ., Μαλακ., Φλογ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ανακ., Δίλ., Τζαλ., Φκόσ. αλώνισμα (αλώνισμα) Καππ. βάφτισμα (βάπτιση) Φάρασ., Σίλ., Αραβαν., Ανακ., κ.α. δρουβάνισμα (χτύπημα γάλακτος για παραγωγή βουτύρου) Φάρασ. θέρισμα (θερισμός) Καππ. κλωθάρισμα (γνέσιμο) Μισθ., Ουλαγ., Γούρδ. ουλούντισμα (αλύχτημα) Φάρασ., Μαλακ., Σινασσ., Αξ. τουζλάτισμα (αλάτισμα) Φάρασ., Αφσάρ., Κίσκ., Σατ. βάρεμα (μάτιασμα) Ποτάμ. βάψεμα (βάψιμο) Φάρασ. γκελέτζεμα (λόγος, ομιλία) Ουλαγ., Αξ., Τσαρικ. γύρεμα (αίτημα) Φάρασ. ζήλεμα (ζήλεια) Αραβαν. καλόξεμα (πήδημα στο ένα πόδι, κουτσό) Φάρασ. μακάρεμα (συγχώρεση) Αραβαν. δάκνημα (δάγκωμα) Ουλαγ. θώρημα (περιποίηση) Φλογ. λάμνημα (όργωμα) Μισθ., Φάρασ., Ουλαγ., Αραβαν. κακοψύχημα (εγκυμοσύνη) Σίλ. κάμνημα (εργασία, δουλειά) Φάρασ. κρύφτημα (κρύψιμο) Σίλ., Ουλαγ. μπαγίλντημα (λιποθυμία) Μισθ. άρμωμα (κλείσιμο) Ουλαγ. βενέτωμα (μελάνιασμα, μπλέδισμα) Φάρασ., Σινασσ. γέμωμα (γέμισμα) Μισθ., Φάρασ., Ουλαγ., Αξ. ίδρωμα (εφίδρωση) Γούρδ. ξέρωμα (στέγνωμα) Φάρασ., Ουλαγ., Αραβαν., Γούρδ. σταύρωμα (σταύρωμα) Σίλ. ύπνωμα (ύπνος) Μισθ., Μαλακ. Συνών. -άδι :2, -σιμο, -ιά :2