ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

-σιμο (επίθμ.) -σιμο [-simo] Ανακ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. -σ̑ιμο [-ʃimo] Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σινασσ. -σιμον [-simon] Αραβαν. -σιμου [-simu] Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ. -σ̑ιμου [-ʃimu] Μαλακ., Μισθ. -σιμα [-sima] Αφσάρ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ. -σ̑ιμα [-ʃima] Μισθ., Σίλ., Φάρασ. -σ'μα [-sma] Σινασσ., Φάρασ. Μεσν. επίθμ. -σιμο από μεταγν. επίθμ. -σιμον από ουσιατικοπ. του ουδ. του επιθμ. αρχ. -σιμος (βλ. αναλυτικότερα Χατζιδάκις 1910-1911: 12-22 και CGMG 656-661). Το -σιμα προέκυψε από επέκταση του [a] άλλων πτώσεων στην ονομαστική, π.χ. γεν. εν. Φάρ. δοσιμάτου, αιτ. πληθ. Ανακ. βρισ̑ίματα, Μισθ. γιντσίματα = δοσίματα (βλ. γενικότερα Χατζιδάκις 1910-1911: 20-22 για τον μεταπλασμ. των ουσ. σε -σιμο σε ανισοσύλλαβα).
Μεταρρημ. επίθμ. για τον σχηματ. ουσ. τα οποία δηλώνουν την ενέργεια ή το αποτέλεσμα της ενέργειας που δηλώνεται από την πρωτότυπη λέξη ό.π.τ. : αστιέσιμα (η δύση του ηλίου) Φάρασ., Αφσάρ. βγ̇αίντσιμο (έξοδος) Αξ. βρίσιμο Μισθ., Ουλαγ., Αραβαν., Γούρδ. γιάσιμο (γέλιο) Φάρασ. γρατιέσιμα (επίσκεψη) Φάρασ. γράψιμο Μισθ., Φάρασ., Σινασσ., Αραβαν. γρύξιμο (άνοιγμα λάκκου) Μισθ. δάξιμο (δάγκωμα) Φάρασ., Μαλακ., Σίλ., Φλογ., Αραβαν., Γούρδ. έρσιμο (ερχομός) Μισθ., Αξ. κάτσιμο (ο τρόπος με τον οπ. κάθεται κάποιος) Αξ. κλώσιμον (περίπατος) Αραβαν. λούσιμο (λούσιμο) Μισθ., Φάρασ., Μαλακ., Σινασσ., Σίλ. παίντσιμο (πηγαιμός) Μισθ., Αξ. ασπρίσιμα (άσπρισμα) Φάρασ. ψάλσιμο (ανάγνωση) Μισθ., Μαλακ., Σινασσ., Ουλαγ., Αραβαν., Γούρδ. Συνών. -άδι, -ιά, -μα