ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιλλελούτζε (ουσ. ουδ.) σιλλελούτζε [sileludze] Σίλ. Από το επίθ. Σιλλελής και το τουρκ. παραγωγ. επίθμ. -ca / -ce δηλωτ. γλώσσας
Στο ιδίωμα της Σίλλης, σιλλαϊστί : Έχουμι δυό χοσά ταμλά, να τα φέρουμι κι να τραγρουρήσουμι σιλλελούτζε (Έχουμε δύο ωραία τούμπανα, να τα φέρουμε και να τραγουδήσουμε σιλλιώτικα) Σίλ. -Συλλ.