σιλλελούτζε
(ουσ. ουδ.)
σιλλελούτζε
[sileludze]
Σίλ.
Από το επίθ. Σιλλελής και το τουρκ. παραγωγ. επίθμ. -ca / -ce δηλωτ. γλώσσας
Στο ιδίωμα της Σίλλης, σιλλαϊστί
:
Έχουμι δυό χοσά ταμλά, να τα φέρουμι κι να τραγρουρήσουμι σιλλελούτζε
(Έχουμε δύο ωραία τούμπανα, να τα φέρουμε και να τραγουδήσουμε σιλλιώτικα)
Σίλ.
-Συλλ.