σιμαρτίζω
(ρ.)
σ̑ιμαρτίζω
[ʃimarˈtizo]
Μαλακ.
Αόρ.
σ̑ιμάρσα
[ʃiˈmarsa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. şımarmak = κακομαθαίνω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.