σιλίντημα
(ουσ. ουδ.)
σιλίνdημα
[si'lindima]
Μισθ.
Από το ρ. σιλιντίζω, όπου και τύπ. σιλιντώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Γλίστρημα
Τροποποιήθηκε: 14/06/2025