σιλίντημα
(ουσ. ουδ.)
σιλίντημα
[si'lidima]
Μισθ.
Από το ρ. σιλιντίζω, όπου και τύπ. σιλιντώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Γλίστρημα