σιλεέ
(ουσ. ουδ.)
σιλα̈α̈́
[silæˈæ]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. sille, όπου και διαλεκτ. τύπ. şillä = χαστούκι.
Χαστούκι