ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σιλιντίζω (ρ.) σεντρετίζω [sendreˈtizo] Μαλακ. σεντρετώ [sendreˈto] Σινασσ. Από τον αόρ. sendeledi του τουρκ. ρ. sendelemek = σκοντάφτω, παραπατώ, όπου και τύπ. senderemek και sendiremek (Tietze 2019: λ. sendele-/sendere-/sendire-) με απλοπ. αποβολή της συλλαβής [ndi], και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Τρεκλίζω, έχω αστάθεια κατά τη βάδιση ό.π.τ.