σιλιντίζω
(ρ.)
σεντρετίζω
[sendreˈtizo]
Μαλακ.
σεντρετώ
[sendreˈto]
Σινασσ.
Από τον αόρ. sendeledi του τουρκ. ρ. sendelemek = σκοντάφτω, παραπατώ, όπου και τύπ. senderemek και sendiremek (Tietze 2019: λ. sendele-/sendere-/sendire-) με απλοπ. αποβολή της συλλαβής [ndi], και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Τρεκλίζω, έχω αστάθεια κατά τη βάδιση
ό.π.τ.