ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σικμάς (ουσ. αρσ.) σικμάς [sɯkˈmas] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. sıkma = α) σφίξιμο, ζούληγμα β) (διαλεκτ. σημ.) είδος γυναικείου πουκαμίσου (THADS, λ. sıkma I).
1. Είδος ανδρικού πουκαμίσου με ή χωρίς μανίκια που κούμπωνε στο στήθος
2. Είδος γυναικείου μπλούζας που φοριόταν με σκοπό να περιορίσει το γυναικείο στήθος, να μην φαίνεται εξογκωμένο