Σιλατενός
(ουσ. αρσ.)
Σιλατενός
[silateˈnos]
Ανακ., Αξ., Σινασσ.
Σιλατενό
[silateˈno]
Σινασσ.
Από το τοπων. Σίλατα και το παραγωγ. επίθμ. -ενός.
Ο κάτοικος των Σιλάτων
:
|| Φρ.
Σιλατενό τσιγκλί
(Γρανίτης από τα Σίλατα ˙ Για άνθρωπο σκληρό και ανθεκτικό)
Σινασσ.
-Βλασ.
Τροποποιήθηκε: 26/06/2025