ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σικιλντίζω (ρ.) σι̂κι̂λντίζω [sɯkɯlˈdɯzo] Αξ. σικιλτίζω [sicilˈtizo] Μαλακ. σικιλτζίζου [sicildzizu] Σίλ. σικιλτώ [sicilˈto] Σίλ. σιχ̇ιλτι-έω [sɯxɯltiˈeo] Φάρασ. Αόρ. σικ̇ίλ’σα [sɯˈkɯlsa] Αραβαν., Ουλαγ. σιχ̇ιλάτ’σα [sɯxɯˈlatsa] Φάρασ. σουκούλτσα [sukultsa] Μισθ. Aπό τον αόρ. sıkıldı του τουρκ. ρ. sıkılmak = μπαφιάζω, καταπιέζομαι, σφίγγομαι, όπου και διαλεκτ. τύπ. sıhılmak. Πβ. το κοινό ν.ε. σεκλετίζω. Πβ. σεκλέτι
1. Βρίσκομαι σε ανάγκη, πιέζομαι από κατάσταση ό.π.τ. : Έπαρ’ ιτά ντου φτερό μ’, να πάς, αν σικιλντίσ’, να το κάψ̑εις (πάρε αυτό το φτερό μου, πήγαινε, αν βρεθείς σε ανάγκη, να το κάψεις) Μισθ. -Dawk. Σουκούλτσαμ' πολύ, κι έτσι ζόρια γκιαζετίζουμ' (Πιεστήκαμε πολύ, κι έτσι περνάμε ζόρικα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Στεναχωριέμαι Μαλακ., Σίλ. : Μη σικλιντζίσεις, σε γέβει κι αυτό (Μη στεναχωριέσαι, θα περάσει κι αυτό) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 || Φρ. Πολύ ψυή τ’ σικ̇ίλ’σε (η ψυχή του πολύ σφίχτηκε˙ στενοχωρήθηκε πολύ) Ουλαγ. -Κεσ. Σικιλτίζ' ψή’ μ' (σφίγγεται η ψυχή μου˙ στενοχωριέμαι) Μαλακ. -Τζιούτζ. Συνών. ατζιντώ, κλαίω, μαυρίζω, μερακλαντίζω, πονώ
3. Μου έρχεται η φυσική ανάγκη να πάω τουαλέτα, πιέζομαι Μαλακ., Φάρασ.