σικιλντίζω
(ρ.)
σι̂κι̂λντίζω
[sɯkɯlˈdɯzo]
Αξ.
σικιλτίζω
[sicilˈtizo]
Μαλακ.
σικιλτζίζου
[sicildzizu]
Σίλ.
σικιλτώ
[sicilˈto]
Σίλ.
σιχ̇ιλτι-έω
[sɯxɯltiˈeo]
Φάρασ.
Αόρ.
σικ̇ίλ’σα
[sɯˈkɯlsa]
Αραβαν., Ουλαγ.
σιχ̇ιλάτ’σα
[sɯxɯˈlatsa]
Φάρασ.
σουκούλτσα
[sukultsa]
Μισθ.
Aπό τον αόρ. sıkıldı του τουρκ. ρ. sıkılmak = μπαφιάζω, καταπιέζομαι, σφίγγομαι, όπου και διαλεκτ. τύπ. sıhılmak. Πβ. το κοινό ν.ε. σεκλετίζω.
Πβ.
σεκλέτι
1. Βρίσκομαι σε ανάγκη, πιέζομαι από κατάσταση
ό.π.τ.
:
Έπαρ’ ιτά ντου φτερό μ’, να πάς, αν σικιλντίσ’, να το κάψ̑εις
(πάρε αυτό το φτερό μου, πήγαινε, αν βρεθείς σε ανάγκη, να το κάψεις)
Μισθ.
-Dawk.
Σουκούλτσαμ' πολύ, κι έτσι ζόρια γκιαζετίζουμ'
(Πιεστήκαμε πολύ, κι έτσι περνάμε ζόρικα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Στεναχωριέμαι
Μαλακ., Σίλ.
:
Μη σικλιντζίσεις, σε γέβει κι αυτό
(Μη στεναχωριέσαι, θα περάσει κι αυτό)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
|| Φρ.
Πολύ ψυή τ’ σικ̇ίλ’σε
(η ψυχή του πολύ σφίχτηκε˙ στενοχωρήθηκε πολύ)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Σικιλτίζ' ψή’ μ'
(σφίγγεται η ψυχή μου˙ στενοχωριέμαι)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Συνών.
ατζιντώ, κλαίω, μαυρίζω, μερακλαντίζω, πονώ
3. Μου έρχεται η φυσική ανάγκη να πάω τουαλέτα, πιέζομαι
Μαλακ., Φάρασ.