σικιστιρτίζω
(ρ.)
σικισ̑τιρτίζω
[siciʃtirˈtizo]
Μαλακ.
σιχ̇ισ̑τουρντίζω
[sixiʃturˈdizo]
Φάρασ.
Αόρ.
σικισ̑τίρ’σα
[siciˈʃtirsa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. sıkıştırmak =πιέζω, στριμώχνω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Πιέζω κάτι ή κάποιον
ό.π.τ.