ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σικιστιρτίζω (ρ.) σικισ̑τιρτίζω [siciʃtirˈtizo] Μαλακ. σιχ̇ισ̑τουρντίζω [sixiʃturˈdizo] Φάρασ. Αόρ. σικισ̑τίρ’σα [siciˈʃtirsa] Μαλακ. Από το τουρκ. ρ. sıkıştırmak =πιέζω, στριμώχνω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Πιέζω κάτι ή κάποιον ό.π.τ.