σιλκιλατίζω
(ρ.)
σιλκιλατίζου
[silcilaˈtizu]
Φάρασ.
σιλκιλατώου
[silcilaˈtou]
Φάρασ.
Από τον αόρ. şekillendi του τουρκ. ρ. şekillenmek = δίνω σχήμα. Λανθασμένη η ετυμολόγηση της Önder (2022: 46) από το τουρ. ρηματικό θ. sikele- .
Ροκανίζω
ό.π.τ.